Προσωπικά εργαλεία
Βρίσκεστε εδώ: Αρχική Σελίδα Κείμενα Συνεντεύξεις Συνέντευξη του Μάκη Παπαδημητράτου στην Ειρήνη Κατσουνάκη

Συνέντευξη του Μάκη Παπαδημητράτου στην Ειρήνη Κατσουνάκη

H συνέντευξη του σκηνοθέτη Μάκη Παπαδημητράτου στην Ειρήνη Κατσουνάκη αρχισυντάκτρια και κριτικό πρώτης προβολής του Movieworld.

H ιστορία και οι ήρωες σας βασίζονται σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα;

Προσπάθησα να μάθω και να ακούσω όσο περισσότερα μπορούσα για αυτόν τον «κόσμο», για να είμαι πιστευτός. Ας με συγχωρήσουν για τυχόν λάθη ή ανακρίβειες που έκανα. Μερικά ονόματα ή παρατσούκλια τα έχω ακούσει κάποια στιγμή στη ζωή μου και μου έμειναν γιατί είναι κωμικά, ούτε θυμάμαι που τα άκουσα και δεν έχουν και σχέση με το τι τους αποδίδεται στην ταινία. Αλλά, κατά τα άλλα, όλοι οι χαρακτήρες είναι φανταστικά πρόσωπα, συνεπώς και η ιστορία. H τελευταία στηρίζεται σε συμπτώσεις που μπορεί να φαίνονται υπερβολικές, πιστεύεις ,όμως, πως θα μπορούσαν να έχουν συμβεί. Και για τους χαρακτήρες ισχύει το ίδιο. Έχουν μια γκροτέσκ χροιά αλλά είναι αναγνωρίσιμοι. Υπάρχουν κάπου ανάμεσα μας.

Γιατί επιλέξατε να υποδυθείτε το χαρακτήρα του Nώντα;

Οι χαρακτήρες του «Τσίου», του «Νώντα», του «Γιάννη» και του «Άγγελου», παίχτηκαν από τους ίδιους ηθοποιούς που έπαιξαν και σε μια μικρού μήκους ψηφιακή ταινία το 2000, με την ίδια ιστορία περίπου, με τίτλο «Ρωσικό». Τότε θυμάμαι, δεν ήθελα καν να παίξω, αλλά ο «Τσίου» στην σκηνή του μπουρδέλου αναφέρει τον «Νώντα». Έτσι έπαιξα τον «Νώντα». Αυτή η σκηνή, γράφτηκε από τον Στράτο Σωπύλη και τον Αλέξανδρο Παρίση και παίχτηκε επί τόπου. Έτσι γεννήθηκε το «Ρωσικό». Μετά προστέθηκε και ο «Γιάννης».Αυτήν την μικρού μήκους, την γράψαμε και την γυρίσαμε ομαδικά. Την κάμερα και το μοντάζ τα κάναμε με τον Αλέξανδρο Παρίση, που υποδυόταν όπως και τώρα τον «Τσίου». Δεν την πιστέψαμε όμως σαν ταινία και την αφήσαμε στο συρτάρι. Μόνο ο Αναστάσης Κολοβός πίστευε σ' αυτήν. Μας το έλεγε συχνά.Όταν, μετά από πέντε χρόνια, αποφάσισα πως ο «Τσίου» θα γινόταν μεγάλου μήκους ταινία θεώρησα λογικό να παίξουν και τα ίδια πρόσωπα. Για τους καινούργιους χαρακτήρες που προστέθηκαν, προσπάθησα να βρω πολύ καλούς ηθοποιούς.

Πότε έγιναν και πόσο κράτησαν τα γυρίσματα; Aκολουθήσατε πιστά το σενάριο ή αφήσατε περιθώρια για αυτοσχεδιασμό;

Έγιναν τον Ιούνιο του 2005 και κράτησαν 3 εβδομάδες. Kάναμε επίσης γυρίσματα και στις 15, 16, 17 Αυγούστου. Το σενάριο ακολουθήθηκε πιστά και, σε κάποιες περιπτώσεις, εμπλουτίστηκε στην διάρκεια των προβών από επιτυχημένους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών ή από προτάσεις που έφεραν από το σπίτι. Έγινε αρκετή δουλειά πάνω στον τομέα της υποκριτικής και πιστεύω πως είναι και το ατού της ταινίας. Όταν φτάσαμε στο γύρισμα βέβαια, το σενάριο ήταν καθορισμένο, σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, οι ηθοποιοί είχαν κάνει πρόβα και στο μέρος που θα κάναμε το γύρισμα. Χρειαζόταν αφενός να είναι γρήγοροι γιατί είχαμε πιεστικό πρόγραμμα γυρισμάτων να ακολουθήσουμε, αφετέρου να είναι άρτιοι υποκριτικά γιατί πάνω τους, αποκλειστικά, στηρίζεται η ταινία.

Tο «Tσίου» σχολιάζει την κουλτούρα των ναρκωτικών ή την «αφασία» των ανθρώπινων σχέσεων;

Οι σχέσεις των ανθρώπων είναι σε αφασία γιατί η κουλτούρα μας είναι μια κουλτούρα ναρκωτικών. «Πρέζα δεν είναι μόνο η ηρωίνη.», είχε πει ο Παύλος Σιδηρόπουλος.
Οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στις οποίες ζούμε σήμερα δεν μας επιτρέπουν διεξόδους και επιλογές. Οι περιπτώσεις είναι δύο. Προσπαθείς να ανατρέψεις αυτές τις συνθήκες ή δεν προσπαθείς. Αν προσπαθείς, και αυτό δεν είναι η «πρέζα» σου, είσαι μεν υγιής , αλλά σύντομα θα είσαι και «γκετοποιημένος».Αν τις αποδεχτείς και αποφασίσεις να πορευτείς με αυτές, όπως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι δηλαδή, σε λίγο χρόνο θα θες την «πρέζα» σου για να επιβιώσεις. Για να μην σκέφτεσαι. Σε έναν τέτοιο κόσμο λοιπόν, για τι σχέσεις μπορούμε να μιλάμε;

Kάποιοι ίσως διαφωνήσουν με τον τρόπο με τον οποίο χειριστήκατε το θέμα των ναρκωτικών. Tί θα θέλατε να τους απαντήσετε;

Η ταινία δεν έχει ντοκιμαντερίστικη ματιά πάνω στο θέμα. Προσπαθεί να δείξει μια πλευρά του θέματος και δεν φωτίζει άλλες. Δεν δείχνει την παρακμή του τοξικοεξαρτημένου ατόμου, ούτε την «μαύρη» πλευρά αυτού του τρόπου ζωής. Στέκεται κριτικά όμως απέναντι στις ουσίες. Ζώντας στο κέντρο της Αθήνας βλέπουμε καθημερινά πολλές εικόνες ασχήμιας, δεν βρίσκω λόγο να τις αναπαράγουμε και στην μεγάλη οθόνη. Τουλάχιστον όχι πάντα. Για το συγκεκριμένο θέμα, μια «διδακτική» ταινία δεν θα με αφορούσε καθόλου. Να δείχνεις λύπηση απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι, αυτόματα σε τοποθετεί πάνω από αυτό. Δεν πιστεύω ότι είμαστε πάνω από κανέναν συνάνθρωπό μας. Ο κάθε άνθρωπος έχει, άλλωστε, το δικαίωμα να κάνει ότι θέλει στη ζωή του. H ταινία ούτε ωραιοποιεί αλλά ούτε και δαιμονοποιεί τις ουσίες. Απλά χειρίζεται το θέμα με μια κωμική ματιά. Φυσικά και δεν δίνει «λύση» στο πρόβλημα των ναρκωτικών, ούτε προτείνει κάτι, δεν είμαστε επιστήμονες, καλλιτέχνες είμαστε. Ο «Τσίου.» σαν ταινία δεν απευθύνεται σε κόσμο που έχει σχέση με ουσίες αλλά σ' αυτούς που δεν έχουν. Οι ουσίες είναι η αφορμή άλλωστε.

Aν κρίνουμε από το φινάλε της ταινίας, η αγάπη είναι το ισχυρότερο και μόνο αναγκαίο ναρκωτικό της ζωής μας;

Σίγουρα, αν και βρίσκεται πολύ δυσκολότερα. Στην ταινία λειτουργεί σαν κινητήριος δύναμη του ήρωα, τον κάνει να αλλάξει ζωή. Ή, τουλάχιστον, να αλλάξει «πρέζα».